ἔπος — vácas neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
Ἔπος πρὸς ἔπος. — ἔπος πρὸς ἔπος. См. Слово за словом … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἔπος δ’εἰ πὲρ τι βέβακται… — См. Собака лает, ветер носит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἅμα ἔπος, ἅμα ἔργον. — ἅμα ἔπος, ἅμα ἔργον. См. Сказано, сделано … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὁπποῖον κ’εἴπησθα ἔπος, τοτόν κ’ἐπακούσαις. — См. Каково аукнется, таково и откликнется … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὔπω πᾶν ἐίρητο ἔπος, ὅτι ἂρ ἤλυθον αὐτοί. — См. Помяни волка, а волк из колка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τοὔπος — ἔπος , ἔπος vácas neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὖπος — ἔπος , ἔπος vácas neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπη — ἔπος vácas neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔπος vácas neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)